υπερκαυκάσιος

υπερκαυκάσιος
α, ο [ος , ον ] закавказский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υπερκαυκάσιος" в других словарях:

  • υπερκαυκάσιος — α, ο, θηλ. και ία, Ν 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον Καύκασο («υπερκαυκάσιες χώρες») 2. ως κύριο όν. α) ο Υπερκαυκάσιος, η Υπερκαυκάσια ο κάτοικος χώρας πέρα από τον Καύκασο β) το θηλ. η Υπερκαυκασία περιοχή στο νότιο τμήμα τής πρώην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»